- πλάτη
- I
Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών.Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων.IIOνομασία 3 οικισμών.1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A των Φιλιατρών.2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 850 μ.), στην πρώην επαρχία Λασιθίου του ομώνυμου νομού.3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου.* * *η, ΝΜΑ, δωρ. τ. πλάτα Α(στον εν. και στον πληθ.) η ωμοπλάτηνεοελλ.1. τα νώτα, η ράχη2. η ωμοπλάτη τών ζώων, σπάλα («κοιτάζει [ή διαβάζει] την πλάτη» — προφητεύει το μέλλον εξετάζοντας τα σχήματα ή τις κηλίδες τής ωμοπλάτης σφαγίου)3. η πίσω επιφάνεια αντικειμένου («η πλάτη τού καναπέ»)4. η λεία, ομαλή υδάτινη επιφάνεια («ήλαψε στού ποταμού την πλάτη μια φωτιά», Ερωτόκρ.)5. είδος υφάλου που καλύπτεται από γλοιώδη χλωρίδα6. φρ. α) «κάνω πλάτες» — καλύπτω ή βοηθώ κάποιον προκειμένου να διαπράξει μια συνήθως κακή ή απαγορευμένη πράξηβ) «έχει γερές πλάτες» — έχει ισχυρούς προστάτες, ισχυρά μέσαγ) «μού γύρισε τις πλάτες» — μού έστρεψε τα νώτα προσβλητικά, μέ περιφρόνησεδ) «σήκωσε τις πλάτες» — λέγεται για να δηλώσει τη χαρακτηριστική κίνηση που κάνει κάποιος που προσποιείται τον ανήξερομσν.φρ. «χερσαία πλάτη» — είδος καθαριστικού λικμού ή ποιμενική ράβδοςαρχ.1. το πλατύ και επίπεδο μέρος ενός αντικειμένου και ιδίως η πλατιά και λεία επιφάνεια τού κουπιού2. συνεκδ. i) το κουπίii) το πλοίο3. η ουρά ή και τα πόδια μερικών οστρακόδερμων4. η μεμβράνη που συνδέει τα δάχτυλα τών ποδιών ορισμένων πτηνών5. φύλλο παπύρου6. φράκτης από πασσάλους7. στον πληθ. αἱ πλάταιοι πλατιές πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού επιθ. πλατύς* και συνδέεται με αντίστοιχους τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. ιρλ. leithe «ωμοπλάτη», αρχ. σλαβ. plešte «ώμος, ωμοπλάτη», χεττιτ. paltana «ωμοπλάτη»). Για το ζεύγος πλάτη: πλάτος, πρβλ. βλάβη: βλάβος].
Dictionary of Greek. 2013.